ερωτιά

ερωτιά
η [έρωτας]
1. έρωτας («ποιός είν’ αυτός που τραγουδεί τής ερωτιάς τα πάθη;», Ερωτόκρ.)
2. ερωτισμός («εσύ που πνέεις ερωτιάν και πόθ’ όλος μυρίζεις», Σουμμ.)
3. χάρη, κομψότητα («με ερωτίας τάξιν»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἐρωτιᾷ — ἐρωτιάω to be lovesick pres subj mp 2nd sg ἐρωτιάω to be lovesick pres ind mp 2nd sg (epic) ἐρωτιάω to be lovesick pres subj act 3rd sg ἐρωτιάω to be lovesick pres ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρώτια — ἐρώτιον charming neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ЭРОС —     I.    • Eros,          Έρως,        1. римский актер комик, сначала не имел никакого успеха на сцене, но потом поступил в учение к актеру Квинту Росция и, пройдя его школу, сделался одним из знаменитейших комических актеров. Cic. Rosc. cоm.… …   Реальный словарь классических древностей

  • ЭРОС, ЭРОТ — • Έρως, Έρος, Amor, Cupido, бог любви. У Гомера он еще не упоминается; у него одна лишь Афродита является богиней возбудительницей любви. Гесиод, напротив, относит его к числу древнейших богов (theog. 120) …   Реальный словарь классических древностей

  • ερωτίδια — Γιορτές στις αρχαίες Θεσπιές της Βοιωτίας, πόλη που ήταν από τους κυριότερους τόπους λατρείας του θεού Έρωτα. Στην πόλη υπήρχαν αγάλματα του θεού φιλοτεχνημένα από τον Πραξιτέλη και τον Λύσιππο. Εκεί τελούνταν κάθε πέντε χρόνια τα Ερώτια,… …   Dictionary of Greek

  • μυρίζω — (ΑΜ μυρίζω και Α ποιητ. τ. σμυρίζω) [μύρον] αλείφω κάποιον ή κάτι με μύρο (α. «μύρισαν το μωρό» β. «προέλαβε μυρίσαι μου τὸ σώμα εἰς τὸν ἐνταφιασμόν», ΚΔ) νεοελλ. 1. μτφ. α) φανερώνω την προέλευσή μου, την καταγωγή μου β) καθιστώ κάτι φανερό,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”